- ορτικάρια
- η(ιατρ.), δερματικό νόσημα των ζώων που παρουσιάζουν φουσκάλες στο δέρμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ορτικάρια — και ορτυκάρια και ουρτικάρια, η η κνίδωση … Dictionary of Greek
αντιισταμινικά — Φάρμακα που ανήκουν σε πολλές χημικές σειρές, παράγονται συνθετικά και εμποδίζουν τη χρησιμοποίηση της ισταμίνης από τα κύτταρα του οργανισμού που είναι ευαίσθητα στη δράση αυτής της ουσίας. Κυριότερη ένδειξη των α. είναι όλες οι παθήσεις που… … Dictionary of Greek